- καταφρόνεση
- η (Μ καταφρόνεσις)βλ. καταφρόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφρόνηση — και καταφρόνεση, ἡ (AM καταφρόνησις, Μ και καταφρόνεσις) [καταφρονώ] 1. περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι 2. ταπείνωση, εξευτελισμός νεοελλ. μσν. 1. ασέβεια 2. θράσος αρχ. 1. αυτοπεποίθηση, συναίσθηση… … Dictionary of Greek
εξουθένωση — η 1. εκμηδένιση, κονιορτοποίηση, εξόντωση. 2. εξευτελισμός, καταρράκωση, καταφρόνεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταφρόνηση — καταφρόνηση, η και καταφρόνεση, η και καταφρόνια, η περιφρόνηση, υποτίμηση: Έχει την καταφρόνηση της κοινωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)